πολιτοφύλακας

πολιτοφύλακας
ο / πολιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.
μέλος τής πολιτοφυλακής
αρχ.
(ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολιτοφύλακας — ο πολίτης που σε έκτακτες περιστάσεις ασκεί αστυνομικά καθήκοντα, αλλ. εθνοφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτοφύλακας — πολῑτοφύλακας , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. πολιτοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • τοξότης — I (Αστρον.). Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Βρίσκεται ανάμεσα στον Αιγόκερο και στον Σκορπιό και αποτελείται από 298 αστέρες, από τους οποίους 65 φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Τ. έχει επίσης πολλά αστρικά σμήνη και 3 νεφελώματα. Ο Τοξότης είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”